παραβολικός

παραβολικός
-ή, -ό / παραβολικός, -ή, -όν, ΝΑ [παραβολή]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παραβολή, αλληγορικός («παραβολικός λόγος»)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει σχήμα γεωμετρικής παραβολής
2. φρ. α) «παραβολική θερμάστρα»
(ηλεκτρολ.) ηλεκτρική θερμάστρα με σπειροειδές σύρμα που ερυθροπυρώνεται όταν διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα και το οποίο είναι τοποθετημένο κοντά στην εστία κατοπτρικής μεταλλικής επιφάνειας που έχει σχήμα παραβολοειδούς εκ περιστροφής
β) «παραβολική κεραία»
(ηλεκτρον.) σύστημα κατευθυνόμενης κεραίας τής οποίας ο ανακλαστήρας έχει σχήμα παραβολοειδούς εκ περιστροφής
γ) «παραβολική κίνηση»
φυσ. η κίνηση που πραγματοποιεί ένα υλικό σημείο κατά μήκος ενός τόξου παραβολής όταν ασκείται επάνω του ορισμένη σταθερή δύναμη
δ) «παραβολικό κάτοπτρο»
(οπτ.) κάτοπτρο τού οποίου η ανακλαστική επιφάνεια είναι παραθολοειδές εκ περιστροφής
ε) «παραβολικές εξισώσεις»
μαθ. μία κλάση μερικών διαφορικών εξισώσεων που εμφανίζονται σε φαινόμενα διαχύσεως, όπως λ.χ. κατά τη θέρμανση μιας πλάκας.
επίρρ...
παραβολικώς και -ά / παραβολικώς ΝΑ
με παραβολικό τρόπο, με παραβολές, αλληγορικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραβολικός — expressive of comparison masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβολικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραβολή: Παραβολικός λόγος, παραβολική κίνηση, ταχύτητα, τροχιά, παραβολικό κάτοπτρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραβολικώτερον — παραβολικός expressive of comparison adverbial comp παραβολικός expressive of comparison masc acc comp sg παραβολικός expressive of comparison neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβολικῶν — παραβολικός expressive of comparison fem gen pl παραβολικός expressive of comparison masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβολικόν — παραβολικός expressive of comparison masc acc sg παραβολικός expressive of comparison neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβολικαῖς — παραβολικός expressive of comparison fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβολικοῖς — παραβολικός expressive of comparison masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβολικοί — παραβολικός expressive of comparison masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβολικοῦ — παραβολικός expressive of comparison masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβολικῆς — παραβολικός expressive of comparison fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”